- μετριοπαγής
- μετριο-πᾰγής, ές,A moderately thick,
γάλα Sor.1.91
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γάλα Sor.1.91
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετριοπαγής — μετριοπαγής, ές (Α) αυτός που έχει παγώσει μετρίως, που δεν έχει παγώσει τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής] … Dictionary of Greek
μετριοπαγές — μετριοπαγής moderately thick masc/fem voc sg μετριοπαγής moderately thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)